- ετεροκατάληκτος
- -η, -ογια στίχους ποιήματος, ο ανομοιοκατάληκτος (αντίθ. ομοιοκατάληκτος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ετεροκατάληκτος — η, ο (για ποιητ. στίχ.) αυτός που έχει διαφορετική κατάληξη, ο ανομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κατάληκτος (< καταλήγω, πρβλ. α κατάληκτος). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Χαρίσιο Μεγδάνη] … Dictionary of Greek